- υδατάρθρωση
- η, Νιατρ. νόσος τών αρθρώσεων, που οφείλεται σε υπερκόπωση και κατά την οποία παρατηρείται υπερέκκριση και συσσώρευση αρθρικού υγρού μέσα στους αρθρικούς θύλακες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άρθρωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.